26 Μαΐ 2009

Κακιούλες και απορίες εν' όψει Ευρωεκλογών

Λέτε η «αθώα» εμμονή του ΛΑΟΣ για τον «Γερμανό» να οφείλεται στην τεράστια συμπάθεια των πολιτικών προγόνων του συγκεκριμένου χώρου προς κάτι άλλους Γερμανούς που είχαν βρεθεί προ καιρού στα μέρη μας;

Αλήθεια, την οικολογία ο Καφετζόπουλος την ανακάλυψε πριν ή μετά την περίοδο που έβγαινε καθημερινά στα τηλεοπτικά πάνελ ως η φωνή του σκεπτόμενου ΠΑΣΟΚ που προβληματίζεται για την κατάσταση του Κινήματος υπό την ηγεσία του Γιωργάκη;

Όταν οι τέσσερις ηγετικές ιδρυτικές φυσιογνωμίες του σχήματος στο οποίο συμμετέχεις προσεγγίζουν ή και ξεπερνούν στο σύνολο τα 250 χρόνια σε ηλικία, τα 100 χρόνια σε ενασχόληση με τα κοινά (με ή χωρίς κοινοβουλευτική παρουσία) και έχουν αλλάξει πολιτικό σχηματισμό τουλάχιστον δύο φορές ο καθένας τα τελευταία χρόνια, πόσο θράσος χρειάζεται κε Μαρκουλάκη να προσπαθείς να μας πείσεις πως δεν εκπροσωπείς επαγγελματίες πολιτικούς, αλλά σκεπτόμενους πολίτες που αποφάσισαν απλώς να αναλάβουν ΔΡΑΣΗ;

Ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας με απεμπλουτισμένο Ουράνιο σε ποια ακριβώς οικολογική δραστηριότητα εντάσσεται και υποστηρίχτηκε με τόση ζέση στο παρελθόν από τους Ευρωπαίους Πράσινους;

Αν στο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» η ΝΔ εκφράζει την «Βαρβαρότητα», τότε το ΠΑΣΟΚ μάλλον εκφράζει το «ή», γιατί σίγουρα δεν εκφράζει τον «Σοσιαλισμό».

Όταν βλέπετε τον Γιωργάκη να κραυαγάζει «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» δεν σας έρχεται αυθόρμητα να φωνάξετε «Βαρβαρότητα! Βαρβαρότητα!»;

Πόσο χαρούμενος πρέπει να είναι κάποιος που θα δουλεύει σε μια «πράσινη» επιχείρηση 13 ώρες την ημέρα, θα πληρώνεται μόνο για τις 9 «ενεργές» ώρες, οι εργοδοτικές ασφαλιστικές του εισφορές θα καλύπτονται από το κράτος (δηλαδή από τον ίδιο), θα φορολογείται περισσότερο από το αφεντικό του λογω των φοροαπαλλαγών για την «πράσινη» επένδυση και θα δουλεύει 3 μέρες τη βδομάδα για 7 μήνες και 6 μέρες τη βδομάδα για 5 μήνες; (Για την απάντηση ρωτήστε το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Οικολόγους)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι όργανο των μονοπωλίων και πρέπει να ανατραπεί, επειδή όμως είναι δύσκολο αυτό ας προσπαθήσουμε να την μεταρρυθμίσουμε ώστε να γίνει πιο ανθρώπινη, κάτι που όμως είναι μάταιο καθώς έχει σαφή καπιταλιστικό χαρακτήρα που δεν αλλάζει, αξίζει όμως μια προσπάθεια να τον «πειράξουμε» λίγο ώστε να ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανθρώπινες ανάγκες και λιγότερο στα κέρδη, τα οποία βεβαίως πρέπει να εξαλειφθούν και άρα πρέπει να διαλυθεί η Ε.Ε. που τα στηρίζει καθώς είναι όργανο των μονοπωλίων, επειδή όμως είναι δύσκολο αυτό ας προσπαθήσουμε να τη μεταρρυθμίσουμε ώστε να γίνει πιο ανθρώπινη, κάτι που όμως είναι μάταιο κλπ... (Αν μπερδευτήκατε ζητήστε από τον ΣΥΡΙΖΑ να σας το ξεδιαλύνει)

Το σύνθημα «Ο πλούτος ανήκει σ’ αυτούς που τον παράγουν» και όσα αυτό συνεπάγεται εμπίπτει στην «κοινή λογική» που ευαγγελίζεστε ή δεν είναι όσο ΔΡΑΣτήριο θέλετε;

Να σταλούν παρακαλώ στον Περισσό οι εφοριακοί που, με τη συνοδεία εισαγγελέα, έλεγξαν τα οικονομικά της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, του ΛΑΟΣ, των Οικολόγων, της Ένωσης Κεντρώων, της Δράσης, των Δημοκρατικών, του...

Γιατί η «ελεύθερη αγορά» θέλει κανόνες και περιορισμούς για να λειτουργήσει;

Στο ερώτημα "Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα" η Λέσχη Μπίλντεμπεργκ τι απαντά;

Αφού όλα τα επικείμενα μέτρα θα μας οδηγήσουν έξω από την κρίση, θα βελτιώσουν την καθημερινότητα του πολίτη και θα βάλουν τη βάση για μια ισχυρότερη Ελλάδα, γιατί συνεπάγονται πολιτικό κόστος και θα ανακοινωθούν μετά τις Ευρωεκλογές;

Όλοι όσοι προπαγανδίζουν ολημερίς κι οληνυχτίς την αποχή από τις Ευρωεκλογές, θα πάνε να ψηφίσουν;

Και μια απορία από παλαιότερο post:

Σαν πολλά πρωτοσέλιδα με γκάλοπ δεν έχουν δημοσιεύσει τον τελευταίο χρόνο κάποιοι που δεν καθορίζουν την πολιτική τους δραστηριότητα με βάση τις δημοσκοπήσεις;

12 Μαΐ 2009

Τι γιορτάσαμε στις 9 Μαΐου;

Δελτίο Τύπου

Με επιτυχία ολοκληρώθηκαν στο κέντρο της Αθήνας οι εκδηλώσεις του Σαββάτου για τον εορτασμό της Μέρας της Ευρώπης.

Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με μουσική εκδήλωση στην Πλ. Ομονοίας, όπου μεταξύ άλλων ακούστηκαν εμβατήρια, τα οποία ανέδειξαν την αποφασιστικότητα των παρευρισκομένων στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, καθώς και την εκτίμησή τους προς μεγάλους Γερμανούς καλλιτέχνες του παρελθόντος (π.χ. Βαγκνερ). Οι συμμετέχοντες φορούσαν μπλούζες με γερμανικά και κέλτικα σύμβολα, κάνοντας έτσι σαφή αναφορά στο κοινό ιστορικό παρελθόν των λαών της Ευρώπης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1939-1945 που αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης του 20ου αιώνα. Τα ίδια σύμβολα έφεραν και πάνω στις ασπίδες με τις οποίες ήταν εφοδιασμένοι, θέλοντας έτσι να δείξουν ότι η ιστορική μνήμη μπορεί να μας προστατεύσει απέναντι στις προκλήσεις του μέλλοντος. Επίσης σε μια κίνηση σαφούς αποδοκιμασίας των νέων μέτρων ποινικοποίησης της κουκούλας, ήταν όλοι εφοδιασμένοι με κουκούλες και κράνη.

Στη συνέχεια οι παρευρισκόμενοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για την πορεία τους λέγοντας συνθήματα που συνδέονται με την ιστορική αυτή ημέρα, όπως συνθήματα που αναφέρονται στις βασικές αρχές της συνθήκης του Μάαστριχτ (π.χ. «Έξω οι ξένοι» - σαφής αναφορά στην ελευθερία κίνησης εργαζομένων), καθώς και συνθήματα που αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητα του κάθε λαού μέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (π.χ. «Η Ελλάδα στους Έλληνες»). Σαφής αναφορά στην ένδοξη ιστορία του λαού μας και τις αντιστασιακές του οργανώσεις αποτέλεσε και η εκφώνηση του συνθήματος «Αίμα. Τιμή. Χρυσή Αυγή».

Ακολούθησε πορεία προς το «άσυλο υποδοχής μεταναστών» που έχει διαμορφωθεί στους χώρους του παλαιού Εφετείου στην οδό Σωκράτους. Για την αντιμετώπιση της απελπιστικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται όσοι διαμένουν εκεί, η πορεία, με την αγαστή συνεργασία της αστυνομίας, τους πρόσφερε πέτρες και καδρόνια προκειμένου να προχωρήσουν στην επιδιόρθωση του χώρου, καθώς και βομβίδες κρότου λάμψης για την απομάκρυνση των τρωκτικών και την αντιμετώπιση της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Τους παρότρυναν επίσης να προχωρήσουν στην αποσυμφόρηση του χώρου φωνάζοντάς τους «Φύγετε από εδώ» κλπ. Υποσχέθηκαν τέλος πως θα επανέλθουν δριμύτεροι, προφανώς για να βοηθήσουν στην επίλυση και άλλων προβλημάτων του συγκεκριμένου χώρου.

Οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν με μουσικοχορευτικό δρώμενο στο οποίο συμμετείχαν πολιτιστικές ομάδες της αστυνομίας, των συμμετεχόντων στην πορεία και των ομάδων υποστήριξης των μεταναστών.

ΥΓ. Μετά την επιτυχία αυτών των εκδηλώσεων γίνεται φανερό πως όσοι επιμένουν να θυμούνται και να γιορτάζουν την 9η Μαΐου ως Μέρα της Αντιφασιστική Νίκης των Λαών, είναι κολλημένοι στο παρελθόν και δεν μπορούν να αντιληφθούν τις προκλήσεις του παρόντος και τις ευκαιρίες του μέλλοντος.

Για περισσότερες πληροφορίες δείτε επίσης και τα:

1 Μαΐ 2009

Εργατική Πρωτομαγιά - Κόκκινη Πρωτομαγιά

Δεν ήθελα να γράψω τίποτα ιδιαίτερο για την Πρωτομαγιά. Λίγο να ψάξει κανείς θα βρεί άπειρα αφιερώματα, χρονολόγια, αναλύσεις, σκέψεις από κάθε ιδεολογική σκοπιά. Δεν γίνεται όμως Πρωτομαγιά χωρίς ανάμνηση των εργατικών αγώνων και των νεκρών τους, όπως δεν νοείται Πρωτομαγιά χωρίς να τιμούμε το Γιάννη Ρίτσο που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια. Σε όλους αυτούς λοιπόν αφιερωμένος ο "Επιτάφιος", ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα της ελληνικής, ίσως και παγκόσμιας, λογοτεχνίας, ένας ύμνος στους νεκρούς της εργατικής τάξης, μια υπόσχεση πως θα τους τιμούμε πάντα μέσα από τους δικούς μας αγώνες.


Το ιστορικό πρωτοσέλιδο του
Ριζοσπάστη στις 10/5/36


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
(αποσπάσματα)



Ι

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορο μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
ΙΙ
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
πώς μ' άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ' αυγερινό τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ' είτανε για μένα.
Νιότη απ' τη νιότη σου έπαιρνα κι ακομη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, που θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Γιε μου, αν δε σου 'ναι βολετό να 'ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι αν είν' τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.
ΙΙΙ
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο.
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ.
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν.
Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθε τους κόπαζε κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας.
Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ᾿ τα μπαλκόνια.
Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόριζο, μυριόφυλλο κ᾿ ευωδιαστό μου δάσο,
πως να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
ΙV
Γιε μου, ποιά Μοίρα στο 'γραφε και ποιά μου το 'χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν' ανάψει;
Πουρνό - πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά - πυκνά απ' το παραθύρι
και βιαζόσουν σα να 'τανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κι είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
Και γω η φτωχειά κ' η ανέμελη και γω η τρελλή κ' η σκύλα,
σου 'ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
μια - μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη,
Κι ουδέ κακόβαλ στιγμή κι ουδ' έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ' αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου ερημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
Η μπλέ σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.
Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου τ᾿ ασβεστωμένο δώμα.
Θα καρτεράει κ᾿ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερα στα μάτια σου να φέξει.
Θα καρτεράει κ᾿ η ρούγα μας τ᾿ αδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ αηδονολάλημά σου.
Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ᾿ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν
και μπάζανε στο σπίτι μας το φώς, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.
Και γώ θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
ναρθει α καλός μου, α θάνατος, κοντά σου να με φέρει.
VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
και μού 'δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
VIII
Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.
Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ' άσπρο μικρούλι σπίτι,
να σ' έχω σαν αφέντη μου, να σ' έχω σαν σπουργίτι,
να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί - σπυρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.
Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις∙
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.
Κ' είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.
Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
κι όλα τα χάρισες, κ' εμέ μ' αφήκες δίχως ζέστα.
Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.
Πότε τις χάρες σου, μια - μια, τις παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό - λυγμό, τις δένω μοιρολόι.
IX
Ω Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιό μου θα 'στελνες τον Άγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θέ μου, Θέ μου, αν είσουν Θεος κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκειος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μου τα 'λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμείς ταγίζουμε ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ᾿ εμείς ουτ᾿ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ᾿ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιέ μου, πια δε μου 'μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποιά φωτιά τα χέρια μου θ᾿ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;
XVII
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Την άχνα απ' την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,
αχ, κ' ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κ ή λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα∙ το πόδι στέκει ακόμα∙
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
XX
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Κι εγώ η φτωχή κι εγώ η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους.
Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μου ’καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.
Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρίζω.
Γιε μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.