1 Μαΐ 2009

Εργατική Πρωτομαγιά - Κόκκινη Πρωτομαγιά

Δεν ήθελα να γράψω τίποτα ιδιαίτερο για την Πρωτομαγιά. Λίγο να ψάξει κανείς θα βρεί άπειρα αφιερώματα, χρονολόγια, αναλύσεις, σκέψεις από κάθε ιδεολογική σκοπιά. Δεν γίνεται όμως Πρωτομαγιά χωρίς ανάμνηση των εργατικών αγώνων και των νεκρών τους, όπως δεν νοείται Πρωτομαγιά χωρίς να τιμούμε το Γιάννη Ρίτσο που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια. Σε όλους αυτούς λοιπόν αφιερωμένος ο "Επιτάφιος", ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα της ελληνικής, ίσως και παγκόσμιας, λογοτεχνίας, ένας ύμνος στους νεκρούς της εργατικής τάξης, μια υπόσχεση πως θα τους τιμούμε πάντα μέσα από τους δικούς μας αγώνες.


Το ιστορικό πρωτοσέλιδο του
Ριζοσπάστη στις 10/5/36


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
(αποσπάσματα)



Ι

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορο μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
ΙΙ
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
πώς μ' άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ' αυγερινό τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ' είτανε για μένα.
Νιότη απ' τη νιότη σου έπαιρνα κι ακομη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, που θάμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Γιε μου, αν δε σου 'ναι βολετό να 'ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι αν είν' τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.
ΙΙΙ
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο.
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ.
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν.
Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθε τους κόπαζε κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας.
Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ᾿ τα μπαλκόνια.
Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόριζο, μυριόφυλλο κ᾿ ευωδιαστό μου δάσο,
πως να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
ΙV
Γιε μου, ποιά Μοίρα στο 'γραφε και ποιά μου το 'χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν' ανάψει;
Πουρνό - πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά - πυκνά απ' το παραθύρι
και βιαζόσουν σα να 'τανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κι είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
Και γω η φτωχειά κ' η ανέμελη και γω η τρελλή κ' η σκύλα,
σου 'ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
μια - μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη,
Κι ουδέ κακόβαλ στιγμή κι ουδ' έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ' αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου ερημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
Η μπλέ σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.
Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου τ᾿ ασβεστωμένο δώμα.
Θα καρτεράει κ᾿ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερα στα μάτια σου να φέξει.
Θα καρτεράει κ᾿ η ρούγα μας τ᾿ αδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ αηδονολάλημά σου.
Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ᾿ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν
και μπάζανε στο σπίτι μας το φώς, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.
Και γώ θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
ναρθει α καλός μου, α θάνατος, κοντά σου να με φέρει.
VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα
και μού 'δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.
VIII
Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.
Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ' άσπρο μικρούλι σπίτι,
να σ' έχω σαν αφέντη μου, να σ' έχω σαν σπουργίτι,
να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί - σπυρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.
Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις∙
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.
Κ' είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.
Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
κι όλα τα χάρισες, κ' εμέ μ' αφήκες δίχως ζέστα.
Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.
Πότε τις χάρες σου, μια - μια, τις παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό - λυγμό, τις δένω μοιρολόι.
IX
Ω Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιό μου θα 'στελνες τον Άγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θέ μου, Θέ μου, αν είσουν Θεος κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκειος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μου τα 'λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμείς ταγίζουμε ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ᾿ εμείς ουτ᾿ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ᾿ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιέ μου, πια δε μου 'μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποιά φωτιά τα χέρια μου θ᾿ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;
XVII
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.
Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.
Την άχνα απ' την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,
αχ, κ' ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κ ή λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα∙ το πόδι στέκει ακόμα∙
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
XX
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Κι εγώ η φτωχή κι εγώ η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους.
Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μου ’καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.
Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.
Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρίζω.
Γιε μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα !

Καλή Κόκκινη Πρωτομαγιά !